Ένας σκύλος δε θα σε κρίνει ποτέ από το πόσα χρήματα έχεις, τι είδους αμάξι οδηγείς ή τι ρούχα φοράς. Θα σε αγαπάει χωρίς όρους. Το μόνο κακό στην όλη υπόθεση είναι πως για εμάς, ένας σκύλος είναι ένα μικρό κομμάτι της ζωής μας. Γι’ αυτά όμως, είμαστε όλος ο κόσμος τους.
Το ποίημα που θα διαβάσετε παρακάτω (σε ελεύθερη μετάφραση), εμφανίστηκε πρώτη φορά στο Chicago Tribune. Το έγραψε η Beth Norman Harris όταν έχασε τον τετράποδο φίλο της.
Φέρσου μου καλά αγαπημένε μου αφέντη, γιατί καμία καρδιά σε ολόκληρο τον κόσμο δεν θα είναι πιο ευγνώμων για την καλοσύνη που θα μου δείξεις, από τη δική μου.
Μη μου λυγίσεις το πνεύμα με το ραβδί, γιατί εγώ θα είμαι αυτός που θα γλύφει το χέρι σου ανάμεσα στα χτυπήματα. Η υπομονή και η κατανόησή σου θα με διδάξουν πιο εύκολα αυτά που θέλεις να μάθω.
Να μου μιλάς συχνά γιατί η φωνή σου είναι η πιο γλυκιά μουσική του κόσμου. Θα το έχεις καταλάβει αυτό από την δύναμη με την οποία κουνάω την ουρά μου όταν τα βήματά σου φτάνουν στα ανυπόμονα αυτιά μου.
Όταν κάνει κρύο ή βρέχει, σε παρακαλώ βάλε με μέσα… Πλέον είμαι ένα κατοικίδιο και δεν είμαι συνηθισμένος στα στοιχεία της φύσης και δε ζητάω μεγαλύτερη τιμή από το να μπορώ να κουλουριαστώ στα πόδια σου. Ακόμη κι αν δεν είχες σπίτι, θα προτιμούσα να σε ακολουθήσω μέσα στο χιόνι και τον πάγο από το να ξεκουραστώ στο πιο μαλακό μαξιλάρι του πιο ζεστού σπιτιού του κόσμου. Γιατί εσύ είσαι ο θεός μου… και εγώ ο μεγαλύτερος πιστός σου…
Να έχεις πάντα γεμάτο το μπολάκι μου με φρέσκο νερό, γιατί δε μπορώ να σου πω πότε διψάω. Να μου δίνεις καθαρό φαγητό για να είμαι υγιής, ώστε να μπορώ να παίζω μαζί σου, να περπατάω στο πλάι σου και να είμαι σε ετοιμότητα προκειμένου να προστατεύσω τη ζωή σου αν βρεθείς σε κίνδυνο.
Και τέλος, αγαπημένε μου αφέντη, αν ο Δημιουργός μου αποφασίσει να μου πάρει την υγεία ή την όρασή μου, μη με απομακρύνεις. Κράτησέ με στην αγκαλιά σου την ώρα που πιο ικανά χέρια θα μου χαρίζουν την αιώνια γαλήνη και εγώ θα φύγω γνωρίζοντας, με την τελευταία μου ανάσα, ότι η μοίρα μου ήταν η καλύτερη όσο ήμουν μαζί σου.