«Έλα τώρα, ήταν απλώς ένα ζώο…» Η θλίψη για τον θάνατο ενός αγαπημένου ζώου δεν αναγνωρίζεται όπως θα έπρεπε βυθίζοντας σε περισσότερη θλίψη τους ανθρώπους που το φρόντιζαν.
Μια μελέτη ανάμεσα σε γυναίκες ηλικίας 55 ετών και άνω, που μένουν μόνες, αποκάλυψε έντονα συναισθήματα λύπης μετά τον χαμό ενός ζώου συντροφιάς. Ωστόσο, οι γυναίκες πρόσεχαν με ποιον μοιράζονταν αυτά τα συναισθήματα πένθους, καθώς φοβούνταν μια απαξιωτική απάντηση, σύμφωνα με την Κάρι Μπράουν, καθηγήτρια Εργοθεραπείας και συγγραφέα της μελέτης.
Αυτή η «αποστέρηση της θλίψης» απασχολεί τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που μένουν μόνες και μπορεί να κάνει αυτή την ήδη ευάλωτη ομάδα πιο ευαίσθητη σε θέματα ευημερίας.
Πολλές από τις γυναίκες επέλεξαν να μείνουν στο σπίτι και να πενθήσουν μόνες, ανακοινώνοντας τον θάνατο μόνο σε λίγους στενούς φίλους ή συγγενείς. Κάποια δήλωσε ότι άκουσε φράσεις όπως «Έλα τώρα, ήταν απλώς ένα ζώο». Οι άνθρωποι ποτέ δεν θα έλεγαν κάτι τέτοιο σε κάποιον που έχασε έναν σύντροφο. Έτσι, αυτές οι γυναίκες, αντί να εξομαλύνουν τη θλίψη και να μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτή, κλείνονται στον εαυτό τους και νιώθουν όλο και χειρότερα.
Όταν πενθείς, το τελευταίο που θέλεις είναι να πρέπει να αποφασίσεις σε ποιον θα το πεις. Είσαι ήδη αναστατωμένος και δεν θέλεις να χρειάζεται να επιλέξεις. Είναι μια λυπηρή σκέψη για την κοινωνία το ότι κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ότι δεν μπορούν να μιλήσουν για την απώλειά τους, δήλωσε η ερευνήτρια.
Η απώλεια ενός κατοικίδιου μπορεί να επηρεάσει ακόμα πιο πολύ τη σωματική και συναισθηματική ευημερία ενός ατόμου που αντιμετωπίζει προκλήσεις σχετικές με την ηλικία, όπως το μικρότερο εισόδημα μετά τη συνταξιοδότηση, οι αλλαγές κατοικίας, ο μικρότερος κοινωνικός κύκλος και η φθίνουσα υγεία.
Η αίσθηση του σκοπού είναι τεράστια όταν ένα ζώο εξαρτάται από σένα. Η φροντίδα του δίνει νόημα στη ζωή. Αυτό μας κρατάει μέσα στην κοινότητα καθώς μεγαλώνουμε και μειώνει τον κίνδυνο κατάθλιψης, απομόνωσης και γενικής επιδείνωσης, πρόσθεσε η ερευνήτρια.
Η μελέτη επιβεβαίωσε τις υποψίες της ομάδας για το ότι αυτού του είδους η θλίψη έχει αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι θα πραγματοποιηθεί επόμενη έρευνα με άντρες ηλικιωμένους, για να διαπιστωθεί αν πενθούν το ίδιο βαθιά και αν βιώνουν την ίδια αποστέρηση της θλίψης, όπως οι γυναίκες.
Οι περισσότερες από τις συμμετέχουσες ζούσαν με τα κατοικίδιά τους για 13 ή παραπάνω χρόνια και, ενώ θεωρούσαν ότι έκαναν το σωστό που έκαναν ευθανασία στα ζώα που υπέφεραν, η θλίψη τους ήταν ακόμα βαθιά. Οι περισσότερες αξιολόγησαν τη θλίψη με 10 στα 10 σε ένταση, για εβδομάδες και μήνες μετά τον θάνατο. Επιπλέον, όλες οι συμμετέχουσες ένιωθαν ότι δεν θα μπορούσε ο καθένας να καταλάβει τη θλίψη τους και ήταν κάπως απρόθυμες ή αμήχανες να μοιραστούν τα συναισθήματά τους.
Η θλίψη για τον χαμό ενός ζώου συντροφιάς είναι αληθινή, μπορεί να είναι σημαντική, και δεν γίνεται να κάνουμε τους ανθρώπους να νιώθουν ότι τους απορρίπτουμε ή ότι κάτι πάει στραβά με αυτούς. Ο κόσμος γύρω δεν χρειάζεται να μοιράζεται τη θλίψη, χρειάζεται όμως να είναι υποστηρικτικός. Είναι σημαντικό η κοινωνία να νομιμοποιήσει αυτή τη θλίψη, δήλωσε η Μπράουν.
Καθώς αυτοί που αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο βάρος της παρηγοριάς των ανθρώπων είναι οι κτηνίατροι, οι συγγραφείς της μελέτης προτείνουν ότι χρειάζεται να αναπτυχθούν εκπαιδευτικά προγράμματα για επαγγελματίες υγείας και κοινωνικούς λειτουργούς και άλλες μορφές υπηρεσιών πένθους, όπως διαδικτυακές ομάδες υποστήριξης, παράλληλα με εκστρατείες ενημέρωσης και προσιτά προγράμματα στήριξης για εκείνους που πενθούν ένα ζώο συντροφιάς.
Όσο αυξάνεται η ενημέρωση του κοινού και γίνονται πιο ορατοί οι τρόποι υποστήριξης, οι άνθρωποι θα συνηθίζουν στην ιδέα ότι αυτή είναι αληθινή θλίψη και ότι εκείνοι που βιώνουν μια απώλεια χρειάζονται την αναγνώριση και το ενδιαφέρον μας, κατέληξε η ερευνήτρια.